Λουσατία

Λουσατία
(γερμ. Lausitz). Ιστορική γεωγραφική περιοχή στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας. Βρίσκεται στα βόρεια κράσπεδα του όγκου της Βοημίας, στα Α της Σαξονίας, και ορίζεται στα Α από τον Όντερ και στα Δ από τον Έλβα. Ο ποταμός Νάισε αποτελεί και το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών. Διαιρείται στην Άνω Λ., λοφώδη και αρκετά εύφορη, που συνίσταται από γρανιτικούς όγκους πλαισιωμένους από μεταπτώσεις (χορστ), και στην Κάτω Λ., πεδινή και ελώδη περιοχή, με άφθονα δάση και έντονη εκβιομηχάνιση. Η ανεπάρκεια των γεωργικών πόρων αντισταθμίστηκε γρήγορα με την ανάπτυξη της υφαντουργίας, ιδιαίτερα στις πόλεις Λέρμπαου, Γκέρλιτς και Μπάουτσεν. Οι κυριότεροι ποταμοί που τη διασχίζουν –εκτός από τον Νάισε– είναι οι Μπομπράβα, Κβίζα, Σπρέε και Μέλας Έλστερ. Οι σημαντικότερες πόλεις της Λ. είναι η Κότμπους, η Μπάουτσεν και η Ζίταου, όλες στη Γερμανία. Ιστορία. Η περιοχή της Λ. κατοικήθηκε αρχικά από σοραβικά φύλα σλαβικής καταγωγής, τους Λουσατούς στα Β και τους Μιλκενούς στα Ν· μάλιστα, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρο υποτέλειας στον βασιλιά της Γερμανίας Ερρίκο Α’ (929). Ο Όθων Α’ παραχώρησε τα εδάφη στα Α του Έλβα στον μαργράβο Γκέρο (955-965), ο οποίος τα ενσωμάτωσε στην Αγία Ρωμαϊκή (Γερμανική) Αυτοκρατορία (938). Μετά τον θάνατό του, σχηματίστηκαν μικρότερα μαρκάτα (ανατολικό μαρκάτο ή της Λ., μαρκάτο της Μισνίας κ.ά.), τα οποία κυριεύθηκαν από τον δούκα της Πολωνίας Βολέσλαο Α’ τον Ανδρείο (1018), για να ανακτηθούν τελικά από τον Κόνραντ Β’ (1031-33). Ειδικότερα, το μαρκάτο της Λ. περιήλθε στους Βετίνους (1034-1298) μετά την εξάλειψη της οικογένειας του Γκέρον και αργότερα στους Ασκανίνους του Βρανδεμβούργου (1303), οπότε και απέκτησε την ονομασία Κάτω Λ. Η περιοχή του Μπάουτζεν, αρχικά σε εξάρτηση από τη Μισνία και έπειτα από τη Βοημία (1158), δόθηκε από τον Οτοκάρ Β’ στον γαμπρό του, Όθωνα Γ’, μαργράβο του Βρανδεμβούργου (1253), και τότε ονομάστηκε Άνω Λ. Οι Σοράβοι της Λ. δεν προέβαλαν σημαντική αντίσταση στον χριστιανισμό και κατάφεραν να αποφύγουν τη σφαγή, εξαιτίας όμως του μικρού πληθυσμού τους υποβιβάστηκαν σε δουλοπάροικους. Ο οίκος του Λουξεμβούργου που εγκαθιδρύθηκε στην Πράγα κατέκτησε τόσο την Άνω Λ. (1329) όσο και την Κάτω Λ., την οποία υπέταξε στη Βοημία (1373). Ενώ η Ένωση των Έξι Πόλεων (Μπάουτζεν, Γκέρλιτζ, Τσιτάου, Λάουμπαν, Λέμπαου και Κάσεντς) διατηρούσε κάποια ανεξαρτησία (1346), η Άνω Λ. προσαρτήθηκε στην Ουγγαρία (1467-90) από τον Ματθία Κορβίνο. Ο Φερδινάνδος Β’ των Αψβούργων παρέδωσε τα δύο μαργραβάτα στον Ιωάννη-Γεώργιο Α’ της Σαξονίας (συνθήκη της Πράγας, 1635), ο οποίος τα κατείχε ήδη από το 1620. Μετά τον θάνατο του εκλέκτορα, η Κάτω Λ., ερημωμένη και εξανδραποδισμένη λόγω του Τριακονταετούς πολέμου, περιήλθε στον Χριστιανό Α’ του Σαξ-Μέρσεμπουργκ (1657) και το 1738 ενώθηκε με το εκλεκτοράτο. Με τις συνθήκες του 1815 δόθηκε στην Πρωσία το μεγαλύτερο τμήμα των Λουσατών, εκτός από την περιοχή του Μπάουτζεν, που παρέμεινε στη Σαξονία. Οι Σοράβοι διεκδικούν από το 1919 τοπική αυτονομία, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι σε ορισμένες περιοχές έχουν διατηρήσει τόσο τη γλώσσα όσο και τα έθιμά τους. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Πολωνίας δεν τους επέτρεψαν κάτι τέτοιο, όμως επιδεικνύουν ενδιαφέρον στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πολάβοι — οι, Ν ομάδα δυτικών σλαβικών φύλων τα οποία κατοικούσαν κατά τον μεσαίωνα στην περιοχή που ορίζεται δυτικά από τον Κάτω Έλβα, βόρεια από τη Βαλτική Θάλασσα, ανατολικά από τον Κάτω Όντερ και νότια από τη Λουσατία, αλλ. Σλάβοι τού Έλβα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λουσάτιος — και λαουζίτσιος, α, ο φρ. «λουσάτια βαθμίδα» ή «λαουζίτσια βαθμίδα» ανθρωπολ. βαθμίδα προϊστορικού πολιτισμού, λείψανα τού οποίου ανακαλύφθηκαν στην περιοχή τής Λουσατίας ή Λάουζιτς τής Ανατολικής Γερμανίας …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Ματίας — (Matthias, 1557 – 1619). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους (1612 19), βασιλιάς της Βοημίας (1611 17) και της Ουγγαρίας (1608 18). Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β’ και από το 1593 διετέλεσε τοποτηρητής… …   Dictionary of Greek

  • Φέχνερ, Γκούσταφ Τέοντορ — (Fechner, Γκρος Ζέρχεν, Κάτω Λουσατία 1801 – Λιψία 1887). Γερμανός ψυχολόγος, φυσικός και φιλόσοφος. Αφού πήρε δίπλωμα ιατρικής, έστρεψε γρήγορα τα ενδιαφέροντά του προς τη φυσική, τη φιλοσοφία και την πειραματική ψυχολογία και το 1834 κατέλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Φίχτε, Γιόχαν Γκότλιμπ — (Fichte, Ραμενάου, Άνω Λουσατία 1762 – Βερολίνο 1814). Γερμανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στην Ιένα, στο Κένιξμπεργκ, στην Κοπεγχάγη και τέλος, από το 1810, στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Τα κυριότερα έργα του είναι: Θεμελιώδεις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”